- καταφυλάσσω
- καταφυλάσσω (Α)(επιτ. τ. τού φυλάσσω) φυλάγω καλά, φρουρώ με προσοχή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταφυλάξῃ — καταφυλάσσω watch aor subj mid 2nd sg καταφυλάσσω watch aor subj act 3rd sg καταφυλάσσω watch fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφύλαττε — καταφυλάσσω watch pres imperat act 2nd sg (attic) καταφύλασσε , καταφυλάσσω watch imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταφυλαττόμεναι — καταφυλάσσω watch pres part mp fem nom/voc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)